Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

καταδικάζω

     kataδikázo    
condemn

     κονdέμν    

Ερμηνεία:

1. Επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον  μετά από δίκη.

2. Αποδοκιμάζω πλήρως



Ετυμολογία:

< κατά + δικάζω (δικάζω κατά, εναντίον)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Paediatricians condemn treatment of Bawa-Garba. Torjesen I. BMJ 2018. PMID 29549087

Doctors condemn need for Red Cross to step in to aid NHS in "humanitarian crisis". O'Dowd A. BMJ 2017.

MPs condemn "arbitrary" decisions on infertility treatment. Limb M. BMJ 2017. 

Health ministers condemn Novartis lottery for Zolgensma, the world's most expensive drug. Dyer O. BMJ 2020. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: