πίστη
písti
faith
φέϊθ
Ερμηνεία:
Στην ψυχολογία, ως πίστη ορίζσεται νια ορισμένη, θετική διανοητική κατάσταση του εσωτερικού μας κόσμου ή ένας τρόπος σκέψης. Μιάς σκέψης που τη δεχόμαστε χωρίς αμφιβολία ότι, είναι ορθή.
Στη Χριστιανική Θρησκεία, ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους (11,1) επιστολή του αναφέρει:
Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. Αυτή η πρόταση αναλύεται ελεύθερα:
Η πίστη είναι μια αδίστακτη και ακλόνητη πεποίθηση για τη βέβαι και πραγματική πίστη αγαθών, για τα οποία ελπίζουμε. Είναι η απόλυτη βεβαιότητα ύπαρξης πράγμάτων που δεν βλέπουμε με τα μάτια μας ή τα πιάνουμε με τα χέρια μας.
Πίστη στην ιατρική είναι ότι το φάρμακο που χορηγεί ο ιατρός θα δράσει αποτελεσματικά ή μη αποτελεσματικά ή ο γιατρός με τη μέθοδο που εφαρμόζει θα με κάνει ή δεν θα με κάνει καλά. Η πίστη του ασθενούς επιβεβαιώνεται με μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κάθε θεραπείας.
Κατά το ν Χρήστο Γιανναρά, όταν η πίστη, από κατόρθωμα εμπιστοσίνης αλλοτριωθεί σε ατομοκεντρική ''πεποίθηση'' και η ''σωτηρία'' σε εγωτικό κεκτημένο ορθοφροσύνης και ορθοπραξίας, τότε δεν διαφέρει σε τίποτα η ''επισημη'' εκκλησία από το ''ανθεκτικό'' ΚΚΕ- οι περιώνυμοι της ''συντηρητικής'' ψυχοπάθειας στον ίδιο χώρο με τον κνίτη (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ, 11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
adherence
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία:
|