Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

απόθεμα

     apόthema    
inventory

     ινβέντορι    

Ερμηνεία:

Απόθεμα είναι το σύνολο των πρώτων ύλών και των αγαθών (φάρμακα, συσκευές, εργαλεία, ρουχισμός, κλπ που  βρίσκονται στις αποθήκες ενός νοσοκομείου, που προετοιμάζονται προς χρήση, όταν αυξάνουν οι λειτουργικές ανάγκες ενός νοσοκομείου.

Η λέξη inventory ερμηνεύεται και ως απογραφή, κατάλογος αγαθών, αλλά και ως κατάσταση, π.χ.Personality Inventory κατάσταση προσωπικότητας.  MINNESOTA MULTIPHASIC PERSONALITY INVENTORY Μινεσότα Πολυφασική Κατάσταση Προσωπικότητας.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Linen inventory.VESTAL A.Hosp Prog. 1959 Dec;40:124-5.

Αn examination of the  Psychopathic Personality Inventory's nomological network: a meta-analytic review. Miller JD, Lynam DR.Personal Disord. 2012 Jul;3(3):305-26. 

Concurrent validity of the Beck Depression Inventory and the multidimensional fatigue inventory-20 in assessing fatigue among cancer patients. Schneider RA.Psychol Rep. 1998 Jun;82(3 Pt 1):883-6. 



Συνώνυμα:
stockpile





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία: