Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

παρθενολίδη, η

     [παρθένολιd]    
parthenolide

     [parthenoliδi]    

Ερμηνεία:

 Λακτονικό σεσκιτερπένιο, που παράγεται από το φυτό Τanacetum parthenium με αντιλεϊσμανιακές ιδιότητες. Έχει βρεθεί ότι τα κακοήθη αρχέγονα κύτταρα (malignant stem cells) αποτελούν το επίκεντρο της έναρξης, της ανάπτυξης και πιθανής υποτροπής της οξείας και χρονίας μυελογενούς λευχαιμίας (ΟΜΛ και ΧΜΛ). Η  παρθενολίδη προκαλεί  ισχυρή απόπτωση των πρωτογενών ανθρωπίνων  κυττάρων της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας και εκρηκτική κρίση των κυττάρων της χρονίας μυελογενούς λευχαιμίας, ενώ δεν επηρεάζει τα φυσιολογικά αιμοποιητικά κύτταρα. Η παραπάνω ανακάλυψη θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων αντλευχαιμικών φαρμάκων (Tiuman TS et al. Antimicrob Agents Chemother. 2005 Jan; 49(1):176-82. Guzman ML, et al. Blood. 2005 Feb 1; (Epub ahead of print)]

 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Parthenolide prodrug LC-1 slows growth of intracranial glioma. Hexum JK, Becker CM, Kempema AM, Ohlfest JR, Largaespada DA, Harki DA. Bioorg Med Chem Lett. 2015 Jun 15;25(12):2493-5.

Antileishmanial activity of parthenolide, a sesquiterpene lactone isolated from Tanacetum parthenium. Tiuman TS1, Ueda-Nakamura TGarcia Cortez DADias Filho BPMorgado-Díaz JAde Souza WNakamura CV.Antimicrob Agents Chemother. 2005 Jan;49(1):176-82.



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: