Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ετανερσέπτη

     etanerse΄pti    
etanercept

     ετάνερσεπτ    

Ερμηνεία:

 Αντιαρθριτικό, ανοσοτροποποιητικό φάρμακο (αντι-TNF παράγοντας), το οποίο αντιδρά και εξουδετερώνει τον  παράγοντα νέκρωσης όγκου. που ευθύνεται για τη φλεγμονή της ρευματοειοδούς αρθρίτιδας και των λοιπών αρθριτίδων. Το  20% έως 40% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν ανταποκρίνονται στην αντι-TNF-α θεραπεία.

Βρέθηκε ότι οι πάσχοντες, που ανταποκρίνονται στη θεραπεία με TNF-a ανταγωνιστές εκφράζουν σημαντικά υψηλότερα. επίπεδα στον ορό τους. της  Haptoglobin-α1 και α2 [Hp-α1, Hp-α2] και  της πρωτείνης που συνδέεται με τη βιταμίνη D [vitamin D-binding protein, VDBP].

 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Haptoglobin-α1, -α2, vitamin D-binding protein and apolipoprotein C-III as predictors of etanercept drug response in rheumatoid arthritis. Blaschke S1Rinke K2Maring M3Flad T4Patschan S5Jahn O6Mueller CA7Mueller GA8Dihazi H9. Arthritis Res Ther. 2015 Mar 6;17(1):45. doi: 10.1186/s13075-015-0553-1.

 Beneficial effect of 1-year etanercept treatment on the lipid profile in responding patients with rheumatoid arthritis: the ETRA study.Ann Rheum Dis. 2010 Nov;69(11):1929-33. doi: 10.1136/ard.2009.127597. Epub 2010 May 24.Jamnitski A1, Visman IM, Peters MJ, Dijkmans BA, Voskuyl AE, Nurmohamed MT.

 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: