Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

διογκωτικός παράγοντας

     δiogkotiko΄s paraγontas    
bulking agent

     bάλκινγκ έϊτζεντ    

Ερμηνεία:

Ουσία που δεν έχει διατροφική αξία (συνήθως μη αμυλώδεις πολυσακχαρίτες) που προστίθενται στα τρόφιμα για να αυξηθεί ο όγκος τους και ως εκ τούτου να αυξήσουν το αίσθημα του κορεσμού, ιδίως σε τρόφιμα που χορηγούνται για τον περιορισμό του σωματικού βάρους. Διογκωτικοί παράγοντες είναι ορισμένα καθαρτικά, όπως το πίτυρο ή το ψύλλιο λύουν τη δυσκοιλιότητα αυξάνοντας τον όγκο των κοπράνων, διευκολύνοντας την αφόδευση. Η συχνή χρήση των διογκωτικών παραγόντων είναι ασφαλής



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Xiang-ping Sun, Peng Lu, Tao Jiang, Frank Schuchardt, Guo-xue Li
J Zhejiang Univ Sci B. 2014 April; 15(4): 353–364. doi: 10.1631/jzus.B13a0271


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: