ανταγωνιστής
antaγonisti΄s
antagonist
αντάγκονιστ
Ερμηνεία:
Ένα μόριο ή συδέσιμο μόριο (συνδέτης), το οποίο, καθώς συνδέεται με έναν υποδοχέα, ανταγωνίζεται τη σύνδεση του αγωνιστή, χωρίς να προκαλεί μόνο του οποιαδήποτε λειτουργική μεταβολή.
Για παράδειγμα, η σιμετιδίνη είναι ανταγωνιστής για τους ισταμινικούς υποδοχείς στο τοίχωμα του στομάχου, δηλαδή δεν προκαλεί ενέργεια η ίδια, αλλά παρεμποδίζει την ενέργεια της ισταμίνης να προκαλέσει παραγωγή γαστρικού οξέος.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
J.K. Aronson. Prescribers' Journal 26, 6, 163-165, 1986.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|