Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ανυποχώρητος

         
inexorable

         

Ερμηνεία:

Αυτός που δεν υποχωρεί, αυτός που δεν μειώνεται, αυτός που δεν σταματάει. Ο αδιάλλακτος.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

The inexorable death of first peoples: an open letter to the WHO. Charlier P, Deo S.Lancet Planet Health. 2017 Jun;1(3):e96.

[The inexorable breakthrough of telemedicine]. Schulte-Wissermann H.Kinderkrankenschwester. 2015 Oct;34(10):372.

The American Opioid Crisis: The Inexorable March to Death and Addiction. Theisen K, Davies BJ.Eur Urol. 2019 Feb;75(2):219-220. doi: 10.1016/j.eururo.2018.10.051. Epub 2018 Nov 12.



Συνώνυμα:
αμείωτος





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: