Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

δρακόντιος

         
draconian

         

Ερμηνεία:

O υπερβολικά αυστηρός νόμος ή κανόνας ή μέτρον. Π.χ. δρακόντια μέτρα, δρακόντιοι νόμοι, δρακόντιοι κανόνες κοινωνικής απομόνωσης (draconian lockdown rules)



Ετυμολογία:

draco [Λατινικά που προήλθε από το Ελληνικό Δράκων (ο Δράκων ήταν αρχαίος ΑθηναίοςΈλληνας νομοθέτης που εγκατάστησε, το 621 π.Χ., αυστηρότατους, όπως η ποινή θανάτου για μη σοβαρά εγκλήματα. Το όνομα Δράκων σημαίνει αυτόν που έχει οξεία όραση, τον αετομάτ

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Draconian restrictions on visitors help no one. Cheesley A.Nurs Stand. 2016 Nov 2;31(10):27. doi: 10.7748/ns.31.10.27.s24.

Draconian referral system.Griffiths CH.Br Dent J. 2012 Jul 13;213(1):4-5. doi: 10.1038/sj.bdj.2012.566.

A permanent police presence in hospital corridors would be a draconian step'. McHarg L.Nurs Times. 2007 Feb 6-12;103(6):14.

 



Συνώνυμα:
δρακόντειος





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: