Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

επιτρεπτικότητα

         
permissiveness

         

Ερμηνεία:

Κατάσταση στην οποία επιτρέπεται να συμβεί κάτι. Η ανεκτικότητα , η χαλαρότητα.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

A Gut Commensal Bacterium Promotes Mosquito Permissiveness to Arboviruses. Wu P, et al. Cell Host Microbe. 2019 Jan 9;25(1):101-112.e5. 

Discipline and permissiveness. Rosenfeld A, Levine D.Pediatr Rev. 1987 Jan;8(7):209-15.

High Permissiveness for Genetic Exchanges between Enteroviruses of Species A, including Enterovirus 71, Favors Evolution through Intertypic Recombination in Madagascar. Volle R, et al. J Virol. 2019 Mar 5;93(6):e01667-18. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: