επιβάλλω
epiválo
impose
ιμπόουζ
Ερμηνεία:
Εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι.
Ορίζω ποινή, πρόστιμο, εισφορά.
Επιτυγχάνω κάτι ασκώντας ηθική ή υλική βία.
Καθιστώ απαραίτητο ή απαιτώ κάτι.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ιmposed Work of Breathing During High-Frequency Oscillation: I Don't Mean toImpose ….Smallwood CD, DiBlasi RM.Respir Care. 2018 Sep;63(9):1191-1193.
Vector-transmission of plant viruses and constraints imposed by virus-vector interactions.Gallet R, Michalakis Y, Blanc S.Curr Opin Virol. 2018 Dec;33:144-150.
Imposing limits on autonomous systems.Hancock PA.Ergonomics. 2017 Feb;60(2):284-291.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|