Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

απομονωμένος, η, ο

     σεκλούdιd    
secluded

     apomonoménos, -i, -o    

Ερμηνεία:

Αυτός που δεν ζεί μαζί με άλλους ανθρώπους. Αυτός που έκουσια ή ακούσια ζει μόνος. Χώρος ή τόπος, που δύκολα μπορεί να προσεγγιστεί από ανθρώπους. é



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Sleepy and Secluded: Sleep Disturbances are Associated With Connectedness in Early Adolescent Social Networks. Palmer CA, Powell SL, Deutchman DR, Tintzman C, Poppler A, Oosterhoff B.J Res Adolesc. 2022 Jun;32(2):756-768.

Secluded and restrained patients' perceptions of their treatment.Soininen P, Välimäki M, Noda T, Puukka P, Korkeila J, Joffe G, Putkonen H.Int J Ment Health Nurs. 2013 Feb;22(1):47-55.

Secluded/restrained patients' perceptions of their treatment: validity and reliability of a new questionnaire.Noda T, Sugiyama N, Ito H, Soininen P, Putkonen H, Sailas E, Joffe G.Psychiatry Clin Neurosci. 2012 Aug;66(5):397-404.



Συνώνυμα:
withdrawn, solitary, sheltered, isolated, cloistered, alone





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία: