Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

τρομαζω

     tromázo    
appal

     απόλ    

Ερμηνεία:

Δημιουργώ τρόμο σε κάποιο άτομο, το κάνω να τρομάξει, το κάνω να σοκαριστεί. Αφήνω κάποιο άτομο άνευδο



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

How is't with me, when every noise appals me?   Macbeth: II, ii

Which might appal the devil.   Macbeth: III, iv

I am shocked and appalled at what I have just seen.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία: