ανώμαλα [επίρρημα]
anόmala
abnormally
αbνόρμαλι
Ερμηνεία:
Eπίρρημα που δηλώνει ότι κάτι γίνεται ή έγινε μη φυσιολογικά, π.χ. she has an abnormally fast pulse, αυτή έχει έναν ανώμαλα ταχύ σφυγμό, her periods were abnormally frequent, οι περίοδοί της ήταν ανώμαλα συχνές)
Ετυμολογία:
[<(Πλατων, Θουκυδίδης) ἀνώμαλος < α- (στερητ.) + ὁμαλός]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Hiroshi Tanabe, Tsunenobu Takase, Takahiro Inaishi, Mariko Masubuchi, Naohiro Nomura, Arihiro Shibata, Toyohisa Yaguchi, Eiji Ohnishi, Norio Okumura, Shinya Koike, Kouichirou Tagami
Surg Case Rep. 2015 Dec; 1: 23. Published online 2015 Feb 25. doi: 10.1186/s40792-015-0021-9
Masaki Matsushita, Hiroshi Kitoh, Bisei Ohkawara, Kenichi Mishima, Hiroshi Kaneko, Mikako Ito, Akio Masuda, Naoki Ishiguro, Kinji Ohno
PLoS One. 2013; 8(12): e81569. Published online 2013 Dec 4. doi: 10.1371/journal.pone.0081569
Ralf Janssen
Zookeys. 2013; (276): 67–75. Published online 2013 Mar 8. doi: 10.3897/zookeys.276.4767
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|