αναγνωρισμένος, φημισμένος, καταξιωμένος
renowned
Ερμηνεία:
Aυτός που έχει αναγνωριστεί, έχει αποκτήσει φήμη για τις ικανότητες ή δυνατότητές του. Π.χ. Α renowned researcher. Ως ουσιαστικό χρησιμοποιείται το renown, π.χ. Α researcher of great reknown.World renowned, διεθνώς αναγνωρισμένος.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
celebrated, distinguished, eminent, famous, illustrious, noted, notorious
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|