θειόλη
thio΄li
thiol
θάϊολ
Ερμηνεία:
Θειούχος οργανική χημική ένωση που έχει γενικό τύπο RSH, όπου R είναι κάποιο άλλο στοιχείο ή ρίζα. Οι θειόλες είναι πολύ πτητικές και δύσοσμες. Στις θειόλες οφείλεται η μυρωδιά των κρεμμυδιών, του σκόρδου, του σάπιου κρέατος, κλπ.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Effect of thiols enrichment on Cr(VI) photo-reduction by natural organic matter (NOM). Luo HW. Chemosphere. 2016 Mar 3;151:234-240. doi: 10.1016/j.chemosphere.2016.02.103.
Xiuzhen Ding, Yufei Hua, Yeming Chen, Caimeng Zhang, Xiangzhen Kong
Int J Mol Sci. 2015 April; 16(4): 8040–8058. Published online 2015 April 10. doi: 10.3390/ijms16048040
Nelmi O. Devarie Baez, Julie A. Reisz, Cristina M. Furdui
Free Radic Biol Med. Author manuscript; available in PMC 2016 March 1.
Published in final edited form as: Free Radic Biol Med. 2015 March; 80: 191–211.
Συνώνυμα:
μερκαπτάνη, mercaptan
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Χημεία:
|