οξειδoαναγωγή
oksiδoanaγoγ'í
oxidation - reduction
οξιdέϊσον-ριdάξιον
Ερμηνεία:
Χημικός όρος για τον χαρακτηρισμό οποιασδήποτε χημικής αντίδρασης, κατά την οποία μεταφέρονται ηλεκτρόνια από ένα χημικό είδος σε ένα άλλο.
Αναφέρεται στην ισορροπία της οξείδωσης και της αναγωγής στο σώμα. Η οξείδωση και η αναγωγή συμβαίνουν ταυτόχρονα. Κλασσικό παράδειγμα οξειδοαναγωγής είναι η κυτταρική αναπνοή και η δημιουργία κυτταρικής ενέργειας υπό μορφή ΑΤΡ .
Το υδρογόνο παίζει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση του οξειδωτικού στρες των κυττάρων.
Ετυμολογία:
[oxido- < (oxide) oξ(ε)ίδιο + reduction (αναγωγή)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Matthew L. Rise, Jennifer R. Hall, Gordon W. Nash, Xi Xue, Marije Booman, Tomer Katan, A. Kurt Gamperl
BMC Genomics. 2015; 16: 1016. Published online 2015 November 26. doi: 10.1186/s12864-015-2120-1
Leonard T Rael, Raphael Bar-Or, Kristin Salottolo, Charles W Mains, Denetta S Slone, Patrick J Offner, David Bar-Or
Scand J Trauma Resusc Emerg Med. 2009; 17: 57. Published online 2009 November 19. doi: 10.1186/1757-7241-17-57
Joerg H Schrittwieser, Johann Sattler, Verena Resch, Francesco G Mutti, Wolfgang Kroutil
Curr Opin Chem Biol. 2011 April; 15(2): 249–256. doi: 10.1016/j.cbpa.2010.11.010
Συνώνυμα:
oxidoreduction; redox; oxidation-reduction reaction
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Χημεία:
|