Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

κατάθλιψη

         
depression

         

Ερμηνεία:

Η κατάθλιψη είναι μια διαταραχή της διάθεσης που προκαλεί ένα επίμονο αίσθημα θλίψης και απώλεια ενδιαφέροντος . Ονομάζεται επίσης μείζονα καταθλιπτική διαταραχή ή κλινική κατάθλιψη, επηρεάζει το πώς αισθάνεστε, σκέφτεστε και συμπεριφέρεστε και μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία συναισθηματικών και σωματικών προβλημάτων.

Τα ποσοστά εξάπλωσης των διαφόρων μορφών κατάθλιψης (καταθλιπτική διάθεση, καταθλιπτικά σύνδρομα και μείζονα κατάθλιψη) έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ομοίως, οι διαφορές ποσοστών εκδήλωσης κατάθλιψης μεταξύ των φύλων έχουν αυξηθεί. Το άγχος, οι  δυσλειτουργικοί τρόποι  αντιμετώπισης, η αρνητική εικόνα του σώματος και η προσκόλληση στον ανασφαλή τρόπο ζωής  έχουν αναγνωριστεί ως παράγοντες που συμβάλλουν στην αιτιολογία της κατάθλιψης. Μεταξύ των μη φαρμακευτικών τρόπων αντιμετώπισης της κατάθλιψης  περιλαμβάνεται και η  ψυχαναλυτική θεραπεία [1]

Η κατάθλιψη μπορεί να σχετιστεί με αρνητικά αποτελέσματα, όπως κίνδυνος αυτοκτονίας, κίνδυνος βλάβης σε άλλους, φυλάκιση, οικογενειακά προβλήματα συμπεριλαμβανομένου του διαζυγίου και επαγγελματικά και κοινωνικά προβλήματα όπως η ανεργία και η έλλειψη στέγης[2].  

Ισχυροί παράγοντες κινδύνου πρόκλησης κατάθλιψης  είναι οι  δυσλειτουργικές γνωσίες, τα αγχωτικά  γεγονότα και περιστάσεις της  ζωής, η γονικής κατάθλιψη, οι διαπροσωπικές δυσλειτουργίες και το  και το θηλυκό γένος[3]

Η κατάθλιψη εμφανίζεται συχνά με σωματικά συμπτώματα, κυρίως κόπωση, πόνους σε διάφορα σημεία του σώματος ή διαταραχή του ύπνου. Η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να είναι παρούσα ή όχι. Η υποστηρικτική συμβουλευτική ψυχοθεραπεία και η φαρμακοθεραπεία είναι πιο αποτελεσματικές από καθεμία από τις δύο μεθόδους, όταν εφαρμόζεται μόνη της. Τα νεότερα φάρμακα είναι καλύτερα ανεκτά από τα προηγούμενα φάρμακα και επιτυγχάνουν πολύ μεγαλύτερη προσήλωση των ασθενών στη λήψη τους.  

Η κατάθλιψη θεωρείται χρόνια ασθένεια. Η πιθανότητα υποτροπής αυξάνεται με τον αριθμό των επεισοδίων συχνά, απαιτώντας παρατεταμένη διατήρηση της φαρμακευτικής αγωγής. Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια έως μέτρια κατάθλιψη μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τον ιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψής τους, με την παραπομπή σε ψυχίατρο  μόνο για εκείνα τα άτομα που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία ή είναι αυτοκτονικά[4].

Η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή είναι ένα σύνηθες πρόβλημα για τους εφήβους. Έχει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων που επηρεάζουν τις σωματικές, γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές διαδικασίες. Η ακαδημαϊκή αποτυχία, οι κακές σχέσεις με τους συνομηλίκους, τα προβλήματα συμπεριφοράς, οι συγκρούσεις με τους γονείς και άλλα πρόσωπα εξουσίας και η κατάχρηση ουσιών είναι μερικές από τις συνέπειες της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. 

Οι αποτελεσματικές θεραπείες περιλαμβάνουν τη χορήγηση  μη τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και την εκπαίδευση σε δεξιότητες  αντιμετώπισης. Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό  είναι το κλειδί για την ανίχνευση της κατάθλιψης και την πρόληψη της αυτοκτονίας, ειδικά σε χώρους πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Μέσω της ψυχοεκπαίδευσης, οι νοσηλευτές μπορούν να προωθήσουν την ανάρρωση από την κατάθλιψη, ενθαρρύνοντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής, ενισχύοντας τις κοινωνικές δεξιότητες και βοηθώντας τον έφηβο να εντοπίσει και να χρησιμοποιήσει πηγές κοινωνικής υποστήριξης[5]

Η γηριατρική κατάθλιψη είναι ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και έχει ιδιαίτερα μεγάλη επίδραση στην υγεία όταν συνοδεύεται από χρόνια πάθηση. Η υπέρταση, η στεφανιαία νόσος και ο διαβήτης συνοδεύονται από υψηλή συχνότητα εμφάνισης κατάθλιψης και μπορούν να επηρεάσουν τη θεραπεία και την πρόγνωση. Η κατάθλιψη είναι ένας εξαιρετικά διαδεδομένος παράγοντας κινδύνου που σχετίζεται με τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα. 

Εκτός από τον προληπτικό και αποτελεσματικό έλεγχο των πρωτογενών ασθενειών, θα πρέπει επίσης να καταβληθούν προσπάθειες για τη βελτίωση της ψυχολογικής και κοινωνικής λειτουργίας των ασθενών. Τα τρέχοντα στοιχεία για την αντικαταθλιπτική θεραπεία σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο είναι περιορισμένα. 

Η καλύτερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που στηρίζουν την κατάθλιψη και τις καρδιαγγειακές παθήσεις, καθώς και τη σύνθετη βιολογική συζήτηση των καρδιαγγειακών παθήσεων που επιπλέκονται με την κατάθλιψη είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις μελλοντικές θεραπευτικές στρατηγικές[6]

Η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (MDD) είναι συνήθης  στους ασθενείς με καρκίνο, με ποσοστά επιπολασμού έως και τέσσερις φορές υψηλότερα από τον γενικό πληθυσμό. Η κατάθλιψη επιφέρει χειρότερα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της μη τήρησης της θεραπείας και της αυξημένης θνησιμότητας στο ογκολογικό περιβάλλον. 

Η πρόοδος στην κατανόηση των νευροβιολογικών θεμελίων της κατάθλιψης έχει αποκαλύψει ότι κοινοί βιοσυμπεριφορικοί μηχανισμοί μπορεί να συμβάλλουν στην εξέλιξη του καρκίνου. Επιπλέον, οι ψυχοκοινωνικοί στρεσογόνοι παράγοντες στον καρκίνο προάγουν: (1) τη φλεγμονή και το οξειδωτικό και νιτρvτικό (nitrosative).  Το νιτρωτικό στρες αναφέρεται στις κοινές βιοχημικές αντιδράσεις του μονοξειδίου του αζώτου (NO) και του υπεροξειδίου (O  ) όταν εμφανίζεται μια διαταραχή του μεταβολισμού του οξυγόνου στο σώμα. 

(2) μειωμένη ανοσοεπιτήρηση. και

(3) μια δυσλειτουργική ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος και του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης- επινεφριδίων. 

Κατά συνέπεια, η άμεση αναγνώριση της κατάθλιψης μεταξύ των ασθενών με καρκίνο που μπορεί να ωφεληθούν από στρατηγικές θεραπείας που στοχεύουν τα καταθλιπτικά συμπτώματα, τη γνωστική δυσλειτουργία, την κόπωση και τις διαταραχές του  ύπνου, αποτελεί προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία. 

Επιπλέον, στρατηγικές συμπεριφοράς που στοχεύουν στη μείωση της ψυχολογικής δυσφορίας και των συμπτωμάτων κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης της ανθυγιεινής διατροφής και επιλογών τρόπου ζωής, καθώς και της σωματικής αδράνειας και της δυσλειτουργίας ύπνου, μπορεί να αντιπροσωπεύουν σημαντικές στρατηγικές όχι μόνο για τη θεραπεία της κατάθλιψης, αλλά και για τη βελτίωση ευρύτερης σχέσης με τον καρκίνο[7].



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

  1. [Depression in children and adolescents: prevalence, diagnosis, etiology, gender differences and therapeutic approaches].Seiffge-Krenke I.Prax Kinderpsychol Kinderpsychiatr. 2007;56(3):185-205.
  1. Screening, diagnosis, and treatment of depression. Greenberg J, Tesfazion AA, Robinson CS.Mil Med. 2012 Aug;177(8 Suppl):60-6.
  1. Risk Factors for Depression: An Autobiographical Review.Hammen C.Annu Rev Clin Psychol. 2018 May 7;14:1-28.
  1. Depression.Rakel RE. Prim Care. 1999 Jun;26(2):211-24.
  2. Depression in adolescence.Hauenstein EJ. J Obstet Gynecol Neonatal Nurs. 2003 Mar-Apr;32(2):239-48. 
  3. Depression and cardiovascular disease in elderly: Current understanding.Zhang Y, Chen Y, Ma L.J Clin Neurosci. 2018 Jan;47:1-5.
  1. Depression in cancer: The many biobehavioral pathways driving tumor progression.Bortolato B, Hyphantis TN, Valpione S, Perini G, Maes M, Morris G, Kubera M, Köhler CA, Fernandes BS, Stubbs B, Pavlidis N, Carvalho AF.Cancer Treat Rev. 2017 Jan;52:58-70.

 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική: