Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

δυφιλλίνη

     [dίφιλιν]    
dyphylline [Lufyllin®]

     [δifili΄ni]    

Ερμηνεία:

Ξανθινικό παράγωγο.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Gisclon L, Rowse K, Ayres J. Saliva, urine and plasma analysis of dyphylline via HPLC. Res Commun Chem Pathol Pharmacol. 1979 Mar;23(3):523–531



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιολογία: