κυτοσόλιο
cytosol
[kitosOlio]
Ερμηνεία:
[το εσωτερικό υγρό του κυττάρου, στο οποίο λαμβάνει χώρα ένα τμήμα του μεταβολισμού του. Συνίσταται κυρίως από νερό, διαλυμένα ιόντα, μικρά μόρια, μεγάλα υδατοδιαλυτά μόρια, όπως πρωτεΐνες (σε ποσοστό 20%-30% ). Οι πρωτεΐνες παίζουν σημαντικό ρόλο στις οδούς μεταβίβασης του σήματος και της γλυκόλυσης. Δρουν επίσης ως ενδοκυττάριοι υποδοχείς και σχηματίζουν μέρος των ριβοσωμίων, καθιστώντας δυνατή την πρωτεϊνοσύνθεση. Στα προκαρυωτικά όλες οι χημικές αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα στο κυτοσόλιο. Στα ευκαρυωτικά το κυτοσόλιο περιέχει τα κυτταρικά οργανίδια και λέγεται συλλογικά κυτταρόπλασμα. Στα φυτά περιορίζεται η ποσότητα του κυτοσολίου, λόγω του μεγάλου τονοπλάστη (κεντρικό κενοτόπιο) που καταλαμβάνει το πλείστο από το εσωτερικό του κυττάρου]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιολογία:
|