οπό-
Ερμηνεία:
oπο- Πρόθημα λέξεων, που σημαίνει: 1. Το πρόσωπο, τον οφθαλμό. 2. Χυμός, οπός.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|