διεξάγω
Ερμηνεία:
Κάνω, πραγματοποιώ. Αμοιβή, εισόδημα. Low-wage worker χαμηλόμισθος εργάτης.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
A living wage for research subjects.Phillips TB.J Law Med Ethics. 2011 Summer;39(2):243-53.
A Different Class of Care: the Benefits Crisis and Low-Wage Workers. Jones T.Am Univ Law Rev. 2017;66(3):691-760.
[Minimum wage.... exacerbates shortage of skilled nurse shortage, moonlighting and unemployment].Schulte E.Pflege Z. 2016 Mar;69(3):141.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|