Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



απέχω


Ερμηνεία:



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Είμαι εγκρατής, κρατιέμαι μακριά, συγκρατούμαι, αποφεύγω, π.χ. απέφυγε να πάρει φάρμακα για δύο μήνες, he abstained from taking any drugs for two months, αποφάσισε να απέχει από τη συνουσία, he decided to abstain from sexual intercourse



Συνώνυμα:
desist, refrain, συγκρατούμαι, αποφεύγω





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: