Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

πολυεπιστημονικός, -ή, -ό

         
multidisciplinary

         

Ερμηνεία:

Αυτός που ανήκει σε πολλούς τομείς, πολλούς κλάδους ή ειδικότητες. Αυτό, που για να αντιμετωπιστεί ή να επιλυθεί ή να ερευνηθεί  χρειάζεται τη συνεργασία επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων. Αυτός που για ερευνηθεί χρειάζεται τη συνεργασία πολών τομέων ή κλάδων της επιστήμης.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

A multidisciplinary learning approach: a narrative review. Hulse AL.Br J Nurs. 2022 Apr 7;31(7):364-370.

A multidisciplinary European guideline for tinnitus: diagnostics, assessment, and treatment. Cima RFF, Mazurek B, Haider H, Kikidis D, Lapira A, Noreña A, Hoare DJ.HNO. 2019 Mar;67(Suppl 1):10-42.

Multidisciplinary care in Amyotrophic Lateral Sclerosis: a systematic review and meta-analysis.de Almeida FEO, do Carmo Santana AK, de Carvalho FO.Neurol Sci. 2021 Mar;42(3):911-923. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Θεραπευτική: