πανδημικός, -ή, -ό
panδimiko΄s, -i΄, -ο΄
pandemic
πανdέμικ
Προφορά
Ερμηνεία:
Ως επίθετο σημαίνει αυτόν που ανήκει ή χαρακτηρίζεται από πανδημία. Στα Αγγλικά ο όρος pandemic χρησιμοποιείται, για να περιγραφεί η εξάπλωση μιας νόσου σε όλο τον πληθυσμό μιας πόλης ή μιας χώρας ή μιας ηπείρου ή σε όλη τη Γη.Επίσης χρησιμοποιείται για την επιδημία μας νόσου σε μια μεγάλη κατοικούμενη περιοχή της Γης.
Ετυμολογία:
πανδημία (Πλάτων) (the whole people) < [πὰν- (ὅλος), pan-(all) + δῆμος (λαός, κόσμος, people)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Death from 1918 pandemic influenza during the First World War: a perspective from personal and anecdotal evidence. Wever PC, van Bergen L. Influenza Other Respir Viruses. 2014 Sep;8(5):538-46. doi: 10.1111/irv.12267. Epub 2014 Jun 27.
Pandemic preparedness and response--lessons from the H1N1 influenza of 2009. Fineberg HV. N Engl J Med. 2014 Apr 3;370(14):1335-42. doi: 10.1056/NEJMra1208802. Review. No abstract available. Erratum in: N Engl J Med. 2015 Jan 8;372(2):197.
Ethics for pandemics beyond influenza: Ebola, drug-resistant tuberculosis, and anticipating future ethical challenges in pandemic preparedness and response. Smith MJ, Silva DS. Monash Bioeth Rev. 2015 Jun-Sep;33(2-3):130-47. doi: 10.1007/s40592-015-0038-7.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Υγιεινή:
|