νόμιμος
nόmimos
legitimate
λιτζίτιμετ
Ερμηνεία:
Αυτός που λειτουργεί ή δρα ή κυκλοφορεί βάσει της νομοθεσίας που ισχύει.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
he Idea of Legitimate Authority in the Practice of Medicine. Applbaum AI.AMA J Ethics. 2017 Feb 1;19(2):207-213.
Legitimate participation of medical students in community attachments. Eggleton K, Fortier R, Fishman T, Hawken SJ, Goodyear-Smith F.Educ Prim Care. 2019 Jan;30(1):35-40.
Discriminating Between Legitimate and Predatory Open Access Journals: Report from the International Federation for Emergency Medicine Research Committee.Hansoti B, Langdorf MI, Murphy LS.West J Emerg Med. 2016 Sep;17(5):497-507.
Συνώνυμα:
lawful, legal, legit [slang], licit
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρική Δεοντολογία:
|