Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πετριχώρη


Ερμηνεία:

Συνώνυμος όρος με το άρωμα της βροχής. Βλέπε: μυρωδιά  βροχήςγαιοσμίνη



Ετυμολογία:

πετριχώρη < πέτρα + πετριχώρη < πέτρα + ἰχώρ (τὸ αἷμα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀθανάτων)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Petrichor. Robinson P. Aust N Z J Public Health. 2017 Aug;41(4):327-328. doi: 10.1111/1753-6405.12707.

Petrichor - poems by doctors. Racey D. Br J Psychiatry. 2017 Oct;211(4):204. doi: 0.1192/bjp.bp.117.204461.



Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,: