ορνιδαζόλη
Ερμηνεία:
Αντιπρωτοζωικό φάρμακο που είναι παράγωγο της νιτροιμιδαζόλης. Χρησιμοποιείται ως αντιτριχομοναδικό.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
M Sköld, H Gnarpe, L Hillström
Br J Vener Dis. 1977 Feb; 53(1): 44–48.
I Matheson, K H Johannessen, B Bjorkvoll
Br J Vener Dis. 1977 Aug; 53(4): 236–239.
S. Okkan, G. Atkovar, I. Sahinler, S. Turkan, R. Uzel
Br J Cancer Suppl. 1996 Jul; 27: S282–S286.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|