Ελληνο-Αγγλικό Ιατρικό λεξικό
Εnglish-Greek Medical Lexicon
Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης
Λεξικό Παπαδιαμάντη
Ελληνο-Γερμανο-Αγγλικό Ιατρικό Λεξικό
English-German-Greek Medical Lexicon
Deutsch-Englisch-Griechisch Medizinisches Lexikon
Pharmagel.gr
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αβηταλιποπρωτεϊναιμία
Ερμηνεία:
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Greek-English-German Medical Lexicon:
ορνιπρεσσίνη, η
αλλόσταση
ομάδα εργασίας
αβασία
αβασικός, -ή, -ό
οξεία κοιλία, η
απλή ακτινογραφία κοιλίας
σκαφοειδής κοιλία
άνω κοιλία
κοιλιακός, -ή, -ό
κοιλιαλγία, κοιλόπονος
προσθιοκοιλιακός, -ή, -ό
παρακέντηση κοιλίας
κοιλιοχολοκυστικός
κοιλιακή υστερεκτομή
κοιλιοϋστεροτομή
κοιλιοπεριναιικός, -ή, -ό
κοιλιοπίσθιος, -α, -ο
κοιλιοϊερός, -ή, -ό
κοιλιοθωρακικός, -ή, -ό
προγάστωρ
κοιλιοκολπικός, -ή, -ό
κοιλιοκυστικός, -ή, -ό
πάρεση του απαγωγού νεύρου
απάγω
απαγωγή
νάρθηκας απαγωγής
έκτοπος, -η, -ο, αλλόδρομος, -η, -ο
αλλοδρομία, απόκλιση
αβηταλιποπρωτεϊναιμία
αξονοπαρειοουλικός, -ή, -ό
αμπιετίνη
αμπιετινικός, -ή, -ό
αβιογένεση, αβιογενεσία
αβίωση
υποθρεψία, αβιοτροφία
αξονοπαρειογλωσσικός, -ή, -ό
απογαλακτισμός
αβλαστίνη
αβλεφαρία
καθαρισμός, πλυσιμο, πλύση
πλυσιομανία
ανώμαλος, -ή, -ο
ανωμαλία
ηνυστρίτιδα
ηνυστροπηξία
ήνυστρον, το (ο πατσάς)
εξωστοματικός, -ή, -ό
εξωστοματικός, -ή, -ό
κάνω έκτρωση
έκτρωση
τραχηλική έκτρωση
επαπειλουμένη έκτρωση
προκλητή ή τεχνητή έκτρωση
έκτρωση επί εξωμητρίου κυήσεως
Εγκληματικός εκτρωσολόγος
εκτρωτικός, -ή, -ό
αποξέω
απόξεση, εκτριβή, εκδορά, λειοτρίβηση
περιοχή απόξεσης
δύναμη τριψίματος
αποξεστικός ή αποτριπτικός παράγοντας
ψυχοκάθαρση
απότομος, -η, -ο
απόστημα
νυστέρι αποστήματος
απόστημα του ψοΐτη μυός
θερμομετρικό διάγραμμα
αφηρημάδα
απών, -ούσα, -όν
απουσία από την εργασία (αδικαιολόγητη)
αφηρημένος, -η, -ο
αφηρημάδα
αψίνθιο, το αψέντι
απόλυτος, -η, -ο
απορροφώ
απορροφησιμότητα
ευαπορρόφητος
απορροφησιμότητα, απορροφητικότητα
απορροφητική ουσία
απορροφησιoμετρία
απορρόφηση
φάσμα απορρόφησης
απορροφητικός, -ή, -ό, απορροφών, -ούσα, -όν
εγγράτεια, αποχή
εκχύλισμα, περίληψη, σύνοψη, επιτομή
περίληψη, εκχύλισμα, σύνοψη, επιτομή
σύνοψη, εκχύλισμα, περίληψη, επιτομή
επιτομή, εκχύλισμα, περίληψη, σύνοψη,
αφαίρεση
αβουλία, αβουλησία
αβουλικός, -ή, -ό
κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι
συνορεύω, ενώνω, εγγίζω
στήριγμα
τελικό στήριγμα
Ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκός, -ή –ό
ακαδημία
αναριθμία (αφασία με ανικανότητα επιτέλεσης αριθμητικών πράξεων)
άκανθα
Ακανθοκέφαλος
ακανθοκυττάρωση
ακανθόλυση
ακανθολυτικός, -ή, -ό
Ακάνθωμα
ακάνθωση
μελανίζουσα ακάνθωση ή ακανθωτή μελανοδερμία
ακαπνία
ακαρβόζη
ακαρίαση
ακαρεοφοβία
ακαταλασία (έλλειψη καταλάσης)
προφορά, τόνος
επιτείνω
επίταση τόνου
αποδέκτης
είσοδος, πρόσβαση, παροξυσμός, προσβολή
προσβασιμότητα, παροξυσμικότητα
προσβάσιμος
επικουρικός, -ή, -ό
εργασιακό ατύχημα
ασφάλεια ατυχήματος
επαγγελματικό ατύχημα
τυχαίος, -α, -ο
εγκλιματισμός
εγκλιματισμός
εγκλιματίζομαι
φιλοξενώ, χωράω, ικανοποιώ, δέχομαι, προσαρμόζομαι σύμφωνα με, προβλέπω, μεριμνώ, λαμβάνω υπόψη
κατάλυμα, δωμάτιο, χώρος διαμονής, συμβιβασμός, προσαρμογή, τροποποίηση, διευκόλυνση
συσσώρευση, αύξηση, προσαύξηση
διαφωνία, καυγάς
συσσωρεύω
συσσώρευση
συσσωρευτής
ακρίβεια
έλεγχος ακριβείας
προσαρμόζομαι
προσαρμογή
μετατρεπτικό ένζυμο αγγειοτενσινης
ακηδία, απαθητική κατάθλιψη
ακεμετασίνη
ακενοκουμαρόλη
ακεντρικός, -ή, -ό
κοτυλεκτομή
κοτυλοπλαστική
ακετοξικό
ακετακετύλιο
ακετάλη
ακεταλδεΰδη
ακεταμίδη, ακεταμίδιο
ακεταμινοφαίνη, παρακεταμόλη
ακεταρσόνη
οξικόν άλας
ακεταζολαμίδη
ακετοεξαμίδιο
ακετολάση
ακέτομεναφθόνη
ακετοναιμία, ακετοναιμκός, -ή, -ό
ακετόνη
ακετονικό σώμα
ακετοναιμία
ακετοναιμκός, -ή, -ό
ακετονίδιο
ακετονιτρικό άλας
ακετονιτρίλιο
ακετονουρία
ακετοφαιναζίνη
ακετοφαινετιδίνη
ακετοφαινόνη
ακετριζοικό άλας
ακετυλακετόνη
ακετυλοποιώ
ακετυλοποίηση
ακετυλοχολίνη
ακετυλοχολινεστεράση
ακετυλοσυνένζυμο
ακετυλκυτιδίνη
Ακετυλοδιγιτοξίνη
ακετλοδιγοξίνη
ακετυλένιο
ακετυλογλυκοζαμίνη
ακετυλγλυκίνη
ακετυλιστιδίνη
ακετυλυδραζίνη
ακετυλλυσίνη
ακετυλμεθαδόλη
ακετυλσεροτονίνη
ακετυλοθυμόλη
ακετλοτρανσφεράση
Acexamat n.
αγγειοκαρδιογράφημα
καρδιογράφημα κορυφής
αχαλασία
Aχίλλειο αντανακλαστικό
Αχίλλειος τένων
κάκωση του Αχιλλείου τένοντα
ρήξη του Αχιλλείου τένοντα
θυλακίτιδα του Αχιλλείου τένοντα
Αχιλλοδυνία
Αχιλλορραφή
Αχιλλοτομή
αχλωρυδρία
αχλωρυδρικός, -ή, -ό
αχολία
αχολικός,-ή, -ό
αχολουρία
αχολουρικός, -ή, -ό
αχονδροπλασία
αχονδρογένεση
αχονδροπλασία
αχώρηση
αχρηστικός, -ή, -ό
αχρωμασία
αχρωματικός, -ή, -ό
αχρωμοκύτταρο
αχρωματοψία
αχρωμικός, -ή, -ό
αχρωμοβακτήριο
αχυλία, η
αχυλικός, -ή, -ό
ακυκλοβίρη
αμπιετικό οξύ
αμπιετινικό οξύ
αψινθικό οξύ
ακετοξικό οξύ
ακετυλαμινουδροξυλαρσονικό οξύ
ακετυλενικό οξύ
ακετυλέψιλονκαπρονικό οξύ
ακετυλνευραμινικόοξύ
ακετυολσαλικυλικό οξύ
ακετυλοταννικό οξύ
ακεξαμικό οξύ,ακεταμιδοκαπρονικό οξύ
ακονιτικό οξύ
ακρυλικό οξύ
ακυλνευραμινικό οξύ
αδενοσίνοδιφωσφωσφορικό οξύ
αδενοσινοφωσφορικό οξύ
αδενοσινο τριφωσφορικό οξύ
αδενυκικό οξύ
αδιπικό οξύ
αιτιανικό οξύ
αγαρικικό οξύ
αλδανικό οξύ
αλδονικό οξύ
αλγινικό οξύ
αλιφατικό οξύ
αλλαντοξανικό οξύ
αλλαντουρικό οξύ
αλλοξανικό οξύ
αμιδοτριζοϊκό οξυ
αμινοξύ
αμινοξικό οξύ
αμινοαδιπικό οξύ
αμινοβενζοικό οξύ
αμινοβουτυρικό οξύ
αμινοκαπροϊκό οξύ
αμινοϊσοβουτυρικό οξύ
αμινολεβουλινικό οξύ
αμινομεθυλκυκλοεξανθρακικό οξύ
αμινοπενικιλανικό οξύ
αμινοσαλικυλικό οξύ
αμινοβαλεριανικό οξύ
ανθρανιλικό οξύ
αραχικό οξύ
αραχιδικό οξύ
αραχιδονικό οξύ
αργίνινοσουκκινικό οξύ
αριστολοχικό οξύ
αρωματικό οξύ
αρσανιλικό οξύ
αρσενικό οξύ
αρσενώδες οξύ
αρσινικό οξύ
αρσονικό οξύ
αρυλοξυοξικό οξύ
ασκορβικό οξύ
ασπαραγινικό οξύ
ασπαρτικό οξύ
βαρβιτουρικό οξύ
Benzilsaure f.
χολικό οξύ
σερεμπρονικό οξύ
χαλμουογρικό οξύ
ταυροχολικό οξύ
χοληστερινικό οξύ
χονδροϊτινικοθειικό οξύ
κιγχονικό οξύ
κιναμικό οξύ
κιτρικό οξύ
κυστεϊκό οξύ
κυστεϊνσουλφονικό οξύ
δεκανοϊκό οξύ
δεκενοϊκό οξύ
δεκυλενικό οξύ
διϋδροξικό οξύ
διυδροχολικό οξύ
δέλτααμινολεβουλινικό οξύ
διοξυριβπυρηνικό οξύ
διοξυχολικό οξύ
δεξτρονικό οξύ
διοξικό οξύ
διαμινοξικό οξύ
διαμινοπιμελικό οξύ
δικαρβοξυλικό οξύ
διχλωροξικό οξύ
διαιθυβαρβιτουρικό οξύ
διαιθυλεντριαμινοπεντοξικό οξύ
διυδροφολικό οξύ
διυδρολιποϊκό οξύ
διυδροβενζοϊκό οξύ
διυδροξυβουτυρικό οξύ
διυδροξυμανδελικό οξύ
διυδροξυπαλμιτικό οξύ
διυδροξυφαινυλπροπιονικό οξύ
διυδροξυπροπιονικό οξύ
διοϊκό οξύ
διοξοβαλεριανικό οξύ
διφωσφογλυκερικό οξύ
διφωσφονικό οξύ
δοκοσανοϊκό οξύ
δοκοσαπενταενοϊκό οξύ
ζοφερός
τό, το
πρωτεΐνη RANKL
κατά προσέγγιση
ηλεκτροκοχλιογραφια, η
Οδηγός Πρώτων Βοηθειών
Τι πρέπει να κάνετε αν φτάσετε πρώτοιστο σημείο ενός ατυχήματος;
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης,
MD, ORL, DDS, PhD
80ό Χιλ. Π.Ε.Ο. Αθηνών-Κορίνθου
KΟΡΙΝΘΟΣ 20100
Τηλ. 2741026658
Κιν. 6944280764
pharmage@otenet.gr
*