Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



χειρομυλίζει


Ερμηνεία:

[. χειρομυλίζω] [ἀλέθω σπόρους (συνήθως δημητριακῶν) με χειρόμυλο] 



Ετυμολογία:

[(Ὅμηρος): ἡ χείρ, τῆς χειρὸς (τό χέρι) + < Ὅμηρος: ἡ μύλη (ὁ μύλος, μικράς χειροκίνητος μύλος)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κῖ ὁ παπᾶς χειρομυλίζει  …[Ὁ ἔρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: