Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σμίγω


Ερμηνεία:

 ανακατεύω, αναμιγνύω, συναντώ κάποιον, ενώνω, αμεταβ. συναντιέμαι, ενώνομαι]  



Ετυμολογία:

[(Όμηρ. , Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, κ.α.) συμμίγνυμι, σμίγω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Κ᾽ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: