Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κανείς


Ερμηνεία:

(ούτε ένας) [κανείς, καμμία, κανένα (αορ. αντων. χωρίς πληθυντικό), βλ. καμμία 



Ετυμολογία:

<Μεσαιωνικό:κανείς < κἄν (ούτε) εἷς (ένας)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος ….[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: