Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐξάδελφος


Ερμηνεία:

γεν. το ξαδέλφου [ξάδελφοι είναι μεταξύ τους τα παιδιά δύο αδελφών]



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Εἶχεν ἀρχίσει τ στάδιόν του μ αὐτὴν τὴν πατατούκανταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν το ἐξαδέλφου του. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: