Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



τσορβάς, ο


Ερμηνεία:

Υδαρές έδεσμα, η σούπα. 



Ετυμολογία:

[Τουρκ. çοrba]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς … [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: