του (μου, σου, του)
Ερμηνεία:
[κτητική ἀντωνυμία μου, σου, του, δικός του, δική του δικό του, πού τοποθετεῖται μετά ἀπό οὐσιαστικό]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ, ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του [Ο 'Ερωτας στα χιόνια]:
... Τοῦ Γιαννάκη βεβαίως θὰ ἐπήγαινεν ὁ νοῦς του εἰς τὸ δευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ ... [Άσπρη σαν το χιόνι]
...Αὐτός, ἡσυµβία του, τὰ 4 παιδιά του καὶ δυὸ παραγυιοί του. ……[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|