ταξίδια, τά
Ερμηνεία:
[ενικός. το ταξίδι (η μετάβαση σε άλλο τόπο, συνήθως μακρινό]
Ετυμολογία:
[μεσαιων. ταξίδιον < τάξις]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|