Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ροῦχον


Ερμηνεία:

 [το ρούχο, του ρούχου, τα ρούχα (το οποιοδήποτε ένδυμα με το οποίο ντύνεται κάποιο άτομο] 



Ετυμολογία:

[<Μεσαιωνική λέξη ροῦχον < Σλαβικη λέξη ruho]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο.... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: