Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ογκογόνο, το


Ερμηνεία:

 Γενετικό υλικό που μεταφέρει την ικανότητα πρόκλησης όγκου, καρκινογόνο υλικό. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Molecular fingerprints of environmental carcinogens in human cancer. Ceccaroli C, Pulliero A, Geretto M, Izzotti A. J Environ Sci Health C Environ Carcinog Ecotoxicol Rev. 2015 Apr 3;33(2):188-228.



Συνώνυμα:
καρκινογόνο, carcinogen



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ογκολογία: