γέρωντας, ο
Ερμηνεία:
[ο γέρων, του γέροντος, οι γέροντες, των γερόντων] [ηλικιωμένος άνδρας, πρεσβύτης, καλόγερος, προεστός]
Ετυμολογία:
[< Ομηρ, Καινή Διαθήκη, Ιωαν. 3,4]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας. Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|