Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

υποκατάστατο

         
surrogate

         

Ερμηνεία:

Αυτό που μπορεί να υποκαταστήσει κάποιο άλλο ή να χρησιμοποιηθεί αντί άλλου, π.χ. φάρμακο, αίμα, τρόφιμο, κλπ. Ο όρος surrogate χρησιμοποιείται και στην περίπτωση που μια γυναίκα κυοφορεί το γονιμοποιημένο ωάριο μιας άλλης γυναίκας (παρένθετη μητέρα).



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Biomarkers and Surrogate Endpoints: Lessons Learned From Glaucoma. Medeiros FA.Invest Ophthalmol Vis Sci. 2017 May 1;58(6):BIO20-BIO26.

Surrogate strains of human pathogens for field release.Park S, Kim CH, Jeong ST, Lee SY.Bioengineered. 2018 Jan 1;9(1):17-24. 

Selection of Surrogate Bacteria for Use in Food Safety Challenge Studies: A Review.Hu M, Gurtler JB.J Food Prot. 2017 Sep;80(9):1506-1536.



Συνώνυμα:
https://duckduckgo.com/?q=surrogate&atb=v195-1&iax=images&ia=images







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: