Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αστιγματισμός

     astiγmatismο΄s    
astigmatism

     αστίγματιζμ    

Ερμηνεία:

Θαμπή οπτική αντίληψη των γραμμών μίας κατεύθυνσης, που προκαλείται από τη μη ομοιόμορφη κυρτότητα του οφθαλμικού βολβού το βάθος.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Οφθαλμολογία: