Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αβασία

         
abasia

     αbέϊζια    

Ερμηνεία:

Έλλειψη βάσεως. Αδυναμία βαδίσματος λόγω βλάβης του κινητικού συντονισμού.

 



Ετυμολογία:

a- priv., στερ. + βάσις (σκαλί, βαθμίδα, step)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Νευρολογία: