συνυφασμένος, -ή, -ο
interwined
Ερμηνεία:
Μετοχή παθητικού παρακειμένου, που χρησιμοποιείται ως επίθετο, του ρήματος συνυφαίνω (interwine).

Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Uremic toxins, oxidative stress, and renal fibrosis: an interwined complex. Chao CT, Chiang CK.J Ren Nutr. 2015 Mar;25(2):155-9.
The interwined roles of primary care physicians and specialists. Lopez L.HMO Pract. 1995 Dec;9(4):186-8.
Συνώνυμα:
interlaced; interwoven; interconnectrd; interlinked
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|