Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

οστεοκαλσίνη

         
οsteocalcin

         

Ερμηνεία:

Η οστεοκαλσίνη είναι από τις πιο άφθονες πρωτεΐνες στα οστά και παράγεται αποκλειστικά από οστεοβλάστες. 

Η οστεοκαλσίνη είναι μια άφθονη πρωτεΐνη δέσμευσης του ενδογενούς  Ca2+ από την οργανική θεμέλια ουσία (μήτρα) των οστών, της οδοντίνης και πιθανώς άλλων μεταλλοποιημένων ιστών[1]

συνδυασμένη χορήγηση  βιταμίνης Κ2 και D3 μπορεί να αυξήσει σημαντικά την ολική οστική πυκνότητα  και να μειώσει σημαντικά την υποκαρβοξυλιωμένη οστεοκαλσίνη.[2].

Αρχικά είχε θεωρηθεί  ότι η οστεοκαλσίνη είναι αναστολέας της μεταλλοποίησης ή ανοργανοποίησης των οστών. Όμως,  πρόσφατες μελέτες προτείνουν έναν ευρύτερο ρόλο για την οστεοκαλσίνη που επεκτείνεται στη ρύθμιση του μεταβολισμού ολόκληρου του σώματος, της αναπαραγωγής και της γνωστικής λειτουργίας. 

Η κυκλοφορούσα υποκαρβοξυλιωμένη οστεοκαλσίνη, η οποία ρυθμίζεται από την ινσουλίνη, δρα σε έναν βρόχο τροφοδοσίας για να αυξήσει τον πολλαπλασιασμό των β-κυττάρων, καθώς και την παραγωγή και έκκριση ινσουλίνης, ενώ οι σκελετικοί μύες και ο λιπώδης ιστός ανταποκρίνονται στην οστεοκαλσίνη, αυξάνοντας την ευαισθησία τους στην ινσουλίνη. 

Η οστεοκαλσίνη δρα επίσης στον εγκέφαλο για να αυξήσει την παραγωγή νευροδιαβιβαστών και στους όρχεις για να διεγείρει την παραγωγή τεστοστερόνης

Τουλάχιστον ένας υποθετικός υποδοχέας για την οστεοκαλσίνη, η Gprc6a, εκφράζεται από τους λιπώδεις ιστούς, σκελετικούς μύες, και τα κύτταρα του Leydig των όρχεων και φαίνεται να μεσολαβεί στις επιδράσεις της οστεοκαλσίνης σε αυτούς τους ιστούς. 

Βάσει των ανωτέρω η  οστεοκαλσίνη μπορεί να λειτουργεί τόσο τοπικά στα οστά, όσο και ως ορμόνη. Αυτή η ικανότητά της εξαρτάται από έναν νέο μετα-μεταφραστικό μηχανισμό που μεταβάλλει τη χημική συγγένεια της οστεοκαλσίνης για τη θεμέλια ουσία των οστών (μήτρα) και τη βιοδιαθεσιμότητα της [3]

Σαφείς ενδείξεις υποστηρίζουν το ρόλο της κυκλοφορούσας και τοπικά παραγόμενης οστεοκαλσίνης (OC) στην παθοφυσιολογία των καρδιαγγειακών (CV) βλαβών και του καρδιαγγειακού κινδύνου, επίσης σε συνδυασμό με μεταβολικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένου του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2). 

Τα μειωμένα επίπεδα οστεοκαλσίνης στο πλάσμα σχετίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης παθολογικών αλλαγών του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος, όπως η αρτηριακή και βαλβιδική ασβεστοποίηση, η στεφανιαία και καρωτιδική αθηρωματοσκλήρυνση και το αυξημένο πάχος του έσω μέσου χιτώνα της καρωτίδας. 

Ωστόσο, η πραγματική σχέση μεταξύ των επιπέδων της οστεοκαλσίνης  και της επίπτωσης σημαντικών καρδιοκυκλοφορικών συμβάντων είναι ακόμη ασαφής. Επιπλέον, τα μειωμένα επίπεδα οστεοκαλσίνης στην κυκλοφορία έχουν συσχετιστεί κυρίως με αντίσταση στην ινσουλίνη, μεταβολικό σύνδρομο ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, υποδεικνύοντας σχετικές δράσεις οστεοκαλσίνης στα β-κύτταρα του παγκρέατος και την έκκριση και δραστηριότητα ινσουλίνης[4].



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

1.P V Hauschka. Osteocalcin: the vitamin K-dependent Ca2+-binding protein of bone matrix. Haemostasis. 1986;16(3-4):258-72.

2. Xiaotong KuangChunxiao LiuXiaofei GuoKelei LiQingxue DengDuo Li. The combination effect of vitamin K and vitamin D on human bone quality: a meta-analysis of randomized controlled trials. Food Funct. 2020 Apr 30;11(4):3280-3297.

3. Meredith L ZochThomas L Clemens , Ryan C Riddle. New insights into the biology of osteocalcin. Bone. 2016 Jan;82:42-9.

4. Osteocalcin as a potential risk biomarker for cardiovascular and metabolic diseases.Magni P, Macchi C, Sirtori CR, Corsi Romanelli MM.Clin Chem Lab Med. 2016 Oct 1;54(10):1579-87.

 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιοχημεία: