πιάνει
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής του .ρ. πιάνω (βαστώ κάτι με το χέρι, συλλαμβάνω κάτι με το χέρι ή με κάποιο εργαλείο ή όργανο)]
Ετυμολογία:
[ < (Αρχ.) πιάζω (Καινή Διαθήκη 12 φορές) < Μεσαιων. πιάνω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἕνας γερο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.…. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|