νεαρός
Ερμηνεία:
[νεαρός, νεαρά, νεαρόν (νέος, νεώτατατος, νεανίας, νεανίσκος)]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) νεαρός, -ή, -όν]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἡ χιὼν καὶ τὸ γάλα εἶναι αἱ δύο προχειρότεραι κοινοτοπίαι διὰ τὴν λευκότητα νεαρᾶς γυναικός
... Εἷς νεαρὸς μοναχός, ἀγαπῶν ν᾿ ἀστεΐζεται, γενομένου ποτὲ λόγου περὶ ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|