λευκαί,αἱ
Ερμηνεία:
(οι λευκές) [λευκός, -ή, -όν, οί,-αί, -ά][αυτός που έχει χρώμα όπως το χιόνι, λαμπρός, φωτεινός, στιλπνός,σαφής, καθαρός, άσπρος]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) λευκαίνω (ασπρίζω), Καινή Διαθήκη 25 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…. καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|