Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὡρολόγια, τὰ


Ερμηνεία:

[εννικός. το ὡρολόγιο] [το ρολόι. τὰ ρολόγια. Εδώ εννοεί το ρολόι τσέπης που κρεμιέται από τη ζωστήρα με χρυσή, συνήθως καδένα, του ανδρικού παντελονιού και φυλάσσεται στην τσέπη του γιλέκου] 



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.) ὥρη< ὥρα + λόγιο < λόγος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… εἶχε  κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲὡρολόγια… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: