Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὀλίγα


Ερμηνεία:

 [τα λίγα, τα περιορισμένα σε αριθμό, μέγεθος, σημασία ή ποσότητα]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ὀλίγος, -η, -ον, Καινή Διαθήκη. 40 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ… [Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: