ἤκουαν, τόν
Ερμηνεία:
(ήκουαν αυτόν, τον ακούγανε, τον άκουγαν) [γ΄πρ. πληθ. παρατ. οριστ. του ρ. ακούω]
Ετυμολογία:
< (Όμηρ.) ἀκούω (έχω τη δυνατότητα να προσλάβω με το αυτί μου ηχητικά ερεθίσματα και να τα αντιληφθών με τη λειτουργία του ακουστικού κέντρου του εγκεφάλου)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ ...[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|